δάσκαλος

δάσκαλος
και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η)
1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις
2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος διδάσκαλος...» — ο πόλεμος διδάσκει με βίαιο τρόπο, Θουκ.)
3. εκείνος που έχει εκπαιδεύσει ή εισαγάγει κάποιον στη μέθοδο επιστήμης ή τέχνης
νεοελλ.
1. ο δημοδιδάσκαλος, ο δάσκαλος για τη στοιχειώδη εκπαίδευση
2. ειρων. σχολαστικός, στενοκέφαλος
3. φρ. α) «διδάσκαλοι τού γένους» — διακεκριμένοι λόγιοι που έζησαν και έδρασαν κυρίως πριν την Επανάσταση τού 1821, οι οποίοι συνέβαλαν στη διάδοση τής παιδείας
β) «πάει στον δάσκαλο» — μαθαίνει γράμματα, πηγαίνει στο σχολείο
γ) «δάσκαλος απ' τα δώδεκα σκαμνιά» — πολύ μορφωμένος
δ) «απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο» — χωρίς καθυστέρηση και με χρησιμοποίηση βίας ή πειθαναγκασμού
ε) «βρήκε τον δάσκαλο του» — αντιμετώπισε πλέον κάποιον ικανότερο του
στ) «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — για όσους δεν τηρούν οι ίδιοι όσα συμβουλεύουν στους άλλους
αρχ.-μσν.
κήρυκας τού θείου λόγου, ιεροκήρυκας
μσν.
φρ.
1. «διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης» ή «οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι» — οι Τρεις Ιεράρχες Βασίλειος, Γρηγόριος και Χρυσόστομος και μερικές φορές ο Κύριλλος Αλεξανδρείας
2. «οἰκουμενικὸς διδάσκαλος» — ο επικεφαλής τών καθηγητών τού Πανδιδακτηρίου τής Κωνσταντινουπόλεως
αρχ.
1. ο δάσκαλος, ο χορογράφος τού χορού στον διθύραμβο ή στο δράμα
2. εκκλησιαστικό αξίωμα κατά τους αποστολικούς χρόνους
3. φρ. α) «ἐν διδασκάλων» — στο σχολείο
β) «εἰς διδασκάλου φοιτῶ» — πηγαίνω στο σχολείο
γ) «διδασκάλων άπαλλάττομαι» — αφήνω το σχολείο, αποφοιτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διδάσκαλος < διδάσκω + (επίθημα) -αλος*. Ο τ. δάσκαλος είτε < διδάσκαλος με αποβολή τού -ι- και απλοποίηση τών δύο -δ- είτε με ανομοιωτική αποβολή (απλολογία) τής συλλαβής δι- (πρβλ. διαβάζω).
ΠΑΡ. διδασκαλείο(ν), διδασκαλία, διδασκαλικός
αρχ.
διδασκάλιον
νεοελλ.
δασκάλαινα, δασκαλάκι, δασκαλίστικος, δασκαλίτσα, δασκαλόπουλο, δασκαλοσύνη, δασκαλούδι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. δασκαλοπαίδι, δασκαλοφέρνω. (Β' συνθετικό) γραμματοδιδάσκαλος, ιεροδιδάσκαλος, νομοδιδάσκαλος, οπλοδιδάσκαλος, χαμαιδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος, ψευδοδιδάσκαλος
αρχ.
αντιδιδάσκαλος, ασωτοδιδάσκαλος, γεροντοδιδάσκαλος, διθυραμδοδιδάσκαλος, δουλοδιδάσκαλος, ερωτοδιδάσκαλος, καλοδιδάσκαλος, κυκλιοδιδάσκαλος, κωμωδοδιδάσκαλος, λογοδιδάσκαλος, ορχηστοδιδάσκαλος, παιδοδιδάσκαλος, ποιητοδιδάσκαλος, πονηροδιδάσκαλος, πορνοδιδάσκαλος, τραγωδοδιδάσκαλος, τυραννοδιδάσκαλος, υμνοδιδάσκαλος, υποδιδάσκαλος
νεοελλ.
δημοδιδάσκαλος, ελληνοδιδάσκαλος, ηθικοδιδάσκαλος, κακοδιδάσκαλος, καψοδάσκαλος, μουσικοδιδάσκαλος, ξιφοδιδάσκαλος, οικοδιδάσκαλος, πρωτοδάσκαλος, φτωχοδάσκαλος, ψευτοδάσκαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δάσκαλος — ο θηλ. δασκάλα 1. αυτός που επάγγελμά του είναι η διδασκαλία σε σχολείο, κυρίως δημοτικό: Είναι πολύ βασικό για την πορεία ενός παιδιού να έχει καλό δάσκαλο στο δημοτικό. 2. σχολαστικός, έμπειρος, τεχνίτης: Βρήκε το δάσκαλό του (φρ.). 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δάσκαλος, Ιωάννης ή Τσάκωνας — Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε σε μάχη στους Αγίους Θεοδώρους της Αθήνας …   Dictionary of Greek

  • δασκαλεύω — [δάσκαλος] 1. διδάσκω, συμβουλεύω κάποιον 2. καθοδηγώ κάποιον, ιδίως για κακό …   Dictionary of Greek

  • Σκούφος, Φραγκίσκος — Δάσκαλος, λόγιος κι ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες των χρόνων της τουρκοκρατίας (Χανιά 1644 Ζάκυνθος 1697). Μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645), η οικογένεια του, μαζί με το θείο του και επιφανή ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παλαμάς — I Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο ναός του Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον …   Dictionary of Greek

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”